Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Δεν μένει εδώ κανείς;

Δεν μένει εδώ κανείς;

ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ, βλέπεις παντού κλειστά παράθυρα,και αν στήσεις το αφτί σου, σαν τον κλέφτη στην εξώπορτα, θα ακού-σεις μόνο τηλεοράσεις. Τίποτα άλλο. Όπως αφήνει κανείς το ραδιόφωνο ανοιχτό μόνο όταν λείπει από το σπίτι, για τον φόβο του κλέφτη. Και αν κοιτάξεις απ’ την κλειδαρότρυπα, κάποιος μοναχικός ή κάποιοι αμίλητοι θα ‘ναι ξαπλωμένοι στον καναπέ. Σαν να μην μένε ιεδώ κανείς.Όλους αυτούς είδε το παραμύθι, όταν σαν παιδί πήρε τους δρόμους πριν λίγο καιρό. Άρχισε να ρωτά γιατί; Είπε να γίνει βιβλίο, μα τα βιβλία μένουν κλειστά μετά το πρώτο ξεφύλλισμα ή διάβασμα. Ξεχνιούνται. Ή να γίνει βιβλίο με εικόνες μιας χρήσεως απ΄ τα χιλιάδες που έχουν εδραιωθεί στη συνείδηση του μέσου αναγνώστη. Σκέφτηκε την καλλιέπεια των βιβλίων. Δύσκολη λέξη.Ήθελε να εξυπηρετήσει την ανάγνωση, τον λόγο, να γίνει φίλος του μοναχικού, μαζί να μοιράζονται, να δώσει φωνή στους αμίλητους, να δώσει φτερά και ελπίδα στους ξαπλωμένους, να χωρέσει στην χωρίς χρόνο ζωή τους.Και αφού το σκέφτηκε καλά και για πολύ, το πήρε απόφαση. Θα γίνω περιοδικό. Και έγινε. Μα το είπαν βιβλίο. Αφού δεν είχε χρώματα ούτε εξώφυλλο να προκαλεί. Παρ’ όλα αυτά, με την πρώτη του εμφάνιση βρήκε ανοιχτά σπίτια και ζεστασιά ψυχής. Είτε σαν βιβλίο, είτε σαν περιοδικό. Βρήκε φίλους που χρόνια σκεφτόταν, βρήκε παιδιά, γονείς, δασκάλους, παππούδες και γιαγιάδες περισσότερους απ’ ό,τι φανταζόταν.
Από την πρώτη του μέρα διαπίστωσε ότι η πραγματικότητα ξεπερνά την φαντασία. Τόσα χαμόγελα να παίρνει και να δίνει, τόσες ιδέες, τόση αγάπη. Έτσι τώρα νιώθει την ανάγκη να μπει σε περισσότερα σπίτια, να δεχτεί παραμύθια, προτάσεις, ιδέες, για να κάνει τη ζωή μας παραμυθένια. Το όνειρό του είναι να μην μπει ποτέ στο ράφι. Φαντάζεται να γυρίζει κάθε μέρα και σ’ άλλα χέρια μέσα στο σχολείο, στο νοσοκομείο. Θέλει να μην έχει ποτέ συνηθισμένη θέση μέσα στο σπίτι. Τη μια στο γραφείο, την άλλη στο κρεβάτι, στο τραπέζι, στον κήπο, στη… Παντού. Λες η πραγματικότητα να ξεπερά-σει αυτή τη φαντασία;

Από τη συντακτική επιτροπή

Τεύχος 2

1 σχόλιο:

Γιάννης Πλιώτας είπε...

Ενδιαφέρων. Και καταλαβαίνω ότι αναφέρεται στην επιλογή της λιτής αισθητικής του περιοδικού. Αλλά είμαι της άποψης ότι πάντα υπάρχει χώρος για λίγες πινελιές χρώματος.
Παλιά, τα παραμύθια μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα. Όταν η γιαγιά τα αφηγούνταν στο εγγόνι, γύρω τους υπήρχαν χρώματα, αντιθέσεις, μυρωδιές, ήχοι, χίλια δυο.
Ίσως θα μπορούσε να μεταφερθεί με κάποιον τρόπο αυτή η ατμόσφαιρα και στις σελίδες.